Κείμενο βασισμένο σε μελέτη της Δρος Αικατερίνης Χ. Αριστείδου

Η Έγκωμη βρίσκεται περί τα 3 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Καταλαμβάνει διοικητική έκταση 9,5 περίπου τετραγωνι­κών χιλιομέτρων και περιλαμ­βάνεται στους δήμους της Λευκωσίας. Σε Δήμο ανακηρύ­χθηκε το Φεβρουάριο του 1986 ύστερα από δημοψήφισμα που έγινε με βάση του περί Δήμων Νόμου του 1985. Κατά τις εκλογές που έγιναν το Μάιο του 1986 ανεδείχθη ο πρώτος Δήμαρχος και το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο. Πρώτος Δήμαρχος εκλέγηκε ο κ. Μιχαλάκης Ζιβανάρης.

Το όνομα της προήλθε από τις λέξεις νέα κώμη, απ’ όπου Νέγκωμη και τελικά Έγκωμη.

Το προάστιο αυτό πράγματι αποτελεί νεότερο συνοικισμό. Το πιθανότερο είναι ότι ιδρύθηκε μετά το 1567 ύστερα από το γκρέμισμα των σπιτιών και 80 περίπου εκκλησιών και μοναστηριών που ξέκοψαν έξω από τα παλαιά λουζινιακά τείχη της Λευκωσίας. Τα τείχη αυτά κατεδάφισαν οι Βενετοί, οι οποίοι και ανέγειραν στη θέση τους τα σημερινά βενετικά τείχη της πρωτεύουσας, θέλοντας να περιορίσουν την περίμετρο των παλαιών τειχών. Με τη σμίκρυνση της περιμέ­τρου τους, από 6,5 σε 4,8 χιλιόμετρα, τα τείχη θα απομακρύνονταν από τους παρακείμενους λόφους, γεγονός που θα ενίσχυε την αμυντική τους δυνατότητα και θα περιοριζόταν ο αριθμός των στρατιωτών που απαιτείτο για την επάνδρωση τους. Τότε, οι άστεγοι κάτοικοι των κατεδαφισθέντων συνοικισμών μετακι­νήθηκαν στα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας όπου σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από τα νέα τείχη της πόλης και ενός χιλιομέτρου από τον Άγιο Δομέτιο (που προϋπήρχε της Έγκωμης), συνενούμενοι με τους γεωργούς των γύρω περιοχών, ίδρυσαν την Έγκωμη.

Τον αρχικό πυρήνα του οικισμού αποτέλεσε η περιοχή που βρίσκεται στα βορειοανα­τολικά της παλαιάς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου (κοντά στην πλατεία Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’). Τα σπίτια της ‘Εγκωμης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας μέχρι και το πρώτο μισό του αιώνα μας κτίζονταν από πλινθάρια. Όμως, τα θεμέλια τους κατασκευάζονταν από πέτρα που μεταφερόταν από το Γερόλακκο ή λατομεύετο από τα υψώματα της περιοχής που σήμερα λέγεται Μονπαρνάς. Πολύ ελάχιστα σπίτια είχαν πρόσοψη κατασκευασμένη εξολοκλήρου από πέτρα. Επίσης δεν διασώζονται μεγάλα αρχοντικά πετρόκτιστα σπίτια, γιατί προφανώς τέτοια σπίτια είτε δεν υπήρξαν ποτέ, είτε ήταν πολύ σπάνια.

Τα σπίτια, συνήθως ισό­γεια, χωρίς εξωτερική αυλή, εί­χαν την είσοδο τους απ’ ευθείας από το δρόμο και οι πόρτες ει­σόδου κατασκευασμένες από ξύλο, ήσαν ψηλές και δίφυλλες. Το άνοιγμα της εισόδου είχε πλαίσιο από λαξευτή πέτρα με υπέρθυρο. Ο φεγγίτης, που υ­πήρχε στο πάνω μέρος της πόρ­τας, είχε ακτινωτή σιδηρένια διακόσμηση και στο κέντρο ανα­γραφόταν η χρονολογία κατα­σκευής της κατοικίας ή της πόρ­τας. Τα παράθυρα των δωματίων ήσαν μεγάλα με ξύλινα πα­ραθυρόφυλλα. Η πόρτα της ει­σόδου άνοιγε σε ένα ηλιακό, στις δυο πλευρές του οποίου υπήρ­χαν δωμάτια. Ο ηλιακός ήταν ανοικτός προς την πλευρά της αυλής. Οι τοίχοι ήσαν κατασκευασμένοι από πλινθάρι, που εκαλύπτετο με επίχρισμα από γύψο. Η οροφή ήταν δίρριχτη με ξύλινο σκελετό και συμπληρώνετο με ψάθα ή καλάμια, πάνω από τα οποία ετοποθετείτο συ­νήθως λεπτό στρώμα από κόνο που σκεπαζόταν από χολετρωτά κεραμίδια. Οι βοηθητικοί χώροι βρίσκονταν στην αυλή.

Το παλαιότερο πλινθόκτιστο σπίτι που σώζεται είναι ένα μεγάλο ισόγειο, γωνιακό που βρίσκεται στην οδό Στυλιανού Λένα, αρ. 12. Στο κέντρο του φεγγίτη της πόρτας του α­ναγράφεται η χρονολογία 1895.

Οι δρόμοι του χωριού ήταν στενοί και χωματένιοι. Κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας ορι­σμένοι απ’ αυτούς επιστρώθη­καν με θεμέλιο και αμμοχάλικα. Το πλάτος τους μόλις επέτρεπε τη διέλευση των ξύλινων αμα­ξιών (κάρων), που συρόμενα από ένα ή δύο άλογα αποτελούσαν το τελειότερο μεταφορι­κό μέσο της εποχής.

Η Έγκωμη καθόλη τη διάρ­κεια της τουρκοκρατίας αποτε­λούσε μια μικρή αγροτική κοι­νότητα με κύριες ασχολίες των κατοίκων τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Και για τις δυο αυτές ασχολίες το προάστιο διέθετε ίσως τις καταλληλότερες προϋποθέσεις χάρη στο κατάλ­ληλο και εύφορο έδαφος, ιδιαί­τερα της περιοχής Μετοχίου, και την άφθονη, άγρια βλάστη­ση των υψωμάτων της περιο­χής Μακεδονίτισσας και Διε­θνούς Αεροδρομίου. Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας οι κάτοικοι του χωριού συ­νέχιζαν ακόμη να ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κύρια γεωργικά προϊόντα του χωριού ήσαν: τα σιτηρά (κυρίως το κριθάρι), ο βίκος, η φακή, το βαμβάκι, το σησάμι, οι ελιές και το λάδι σεμε­γάλες ποσότητες και τέλος τα λαχανικά με τα οποία τροφοδο­τούσε τη γειτονική πόλη της Λευκωσίας, που ήταν και το με­γαλύτερο αστικό κέντρο του νη­σιού. Στα προσχωσιγενή εδάφη του χωρίου υπάρχει σε μικρό βάθος άφθονο υπόγειο νερό, το οποίο επαρκούσε κατά το πα­ρελθόν για την άρδευση των κή­πων των σπιτιών και των περι­βολιών των περιοχών του Μετοχίου και του Παρισινού. Οι καλλιέργειες αρδεύονταν από το νε­ρό που αντλείτο από πηγάδια και αλακάτια. Τα πηγάδια, ε­κτός από την ύδρευση και άρ­δευση, χρησιμοποιούνταν και για το πότισμα των κοπαδιών από αίγες και πρόβατα, που α­φθονούσαν στην περιοχή της Έγκωμης. Για την άντληση του νερού χρησιμοποιούνταν επί­σης ανεμόμυλοι και αντλίες («τουλούμπες»)· Στην περιοχή της Έγκωμης σώζονται ακόμη κατάλοιπα δεξαμενών που χρη­σιμοποιούνταν για αρδευτικούς σκοπούς. Για αρδευτικούς σκο­πούς χρησιμοποιούνταν ακόμη και τα νερά του Πεδιαίου, που για το σκοπό αυτό «εκόβετο» από κάποιο σημείο του Στροβόλου. Άφθονο νερό για άρδευ­ση διέθετε και η περιοχή Μακεδονίτισσας. Το νερό αυτό υπήρ­χε μέχρι το 1957, οπότε το πήρε η αποικιακή κυβέρνηση και το χρησιμοποίησε για τις υδρευτικές ανάγκες της Λευκωσίας.

Στην Έγκωμη εκτρέφετο ε­πίσης μεταξοσκώληκας, από τον οποίο παράγετο καλής ποιότητας μετάξι. Εκτός από τις γεωργικές ασχολίες, οι γυναίκες ασχολούνταν και με την υφαντι­κή. Ένας αριθμός γυναικών ασχολείτο συστηματικά με την ύ­φανση μεταξωτών, ταϊστών και κυρίως αλατζιάδων. Τα υφαντά αυτά, οι υφάντρες είτε τα πω­λούσαν οι ίδιες απ’ αυθείας στο Γυναικοπάζαρο της Λευκωσίας και στα διάφορα πανηγύρια, είτε τα διέθεταν σε διάφορους πραματευτάδες, από τους ο­ποίους προμηθεύονταν και τα νήματα. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχαν και μερικές βιοτεχνίες καλτσοποιίας, που απασχο­λούσαν 4 – 5 χειρίστριες καλτσομηχανών. Με την αύξηση του πληθυσμού του χωριού και τη διάδοση της χρήσης του ποδη­λάτου όλο και πιο πολλοί κάτοι­κοι της Έγκωμης άρχισαν να ερ­γάζονται στη Λευκωσία. Μερι­κοί απ’ αυτούς ήσαν τεχνίτες, όπως μαραγκοί, ράφτες κ.ά.

Η ιστορία της Έγκωμης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα δυο μοναστήρια που βρίσκον­ται στην περιοχή της: το μοναστήρι του Αγίου Προκο­πίου, γνωστό ως Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου και το μοναστήρι της Παναγίας Μακεδονίτισσας. Και τα δυο μοναστήρια κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης του χωριού. Στα κτήματα των δυο αυτών μοναστηριών ασχολούνταν μόνιμα αρκετοί κάτοικοι του χωριού ως καλλιεργητές της γης, βοσκοί και εργάτες.
Το μοναστήρι του Αγίου Προκοπίου είναι το πλουσιότε­ρο μετόχι του μοναστηριού της Παναγίας του Κύκκου και το ανάδειξε τέτοιο ο ηγούμενος του μοναστηριού του Κύκκου Γεράσιμος (1890-1911), αρχίζοντας την προσπάθεια αυτή αμέσως μετά την εκλογή του. Ο πολύ ικανός και πεφωτισμένος αυτός ιεράρχης (απεφοίτησε τη θεολογική Σχολή της Χάλκης) αξιοποίησε κατάλληλα την περιουσία του μοναστηριού και την επαύξησε με νέες σημαντικές αγορές κτημάτων. Βελτίωσε σημαντικά τα οικονομικά του μοναστη­ριού, κυρίως δημιουργώντας περιβόλια και αξιοποιώντας κτήματα. Σ’ αυτόν οφείλεται η δημιουργία εκτεταμένων περιβολιών με εσπεριδοειδή και των μεγάλων ελαιώνων στην περιοχή του μετοχίου του Αγίου Προκοπίου στην Έγκωμη. Στην ίδια περιοχή αγόρασε για λογαριασμό του μοναστηριού μεγάλες εκτάσεις γης, οι οποίες σήμερα απέκτη­σαν μεγάλη αξία.

Το μετόχι στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν σπου­δαίος σταθμός για τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας σε χρόνια ανομβρίας. Από το μοναστήρι του Κύκκου οι μοναχοί μετέφεραν στον ώμο την εικόνα και διέσχιζαν την πεδιάδα από τη Λεύκα για προσκύνημα της εικόνας από τους κατοίκους του χωριού και των γειτονικών χωριών. Στο μετόχι του Αγ. Προκοπίου έμενε πολλές ημέρες η εικόνα. Το μετόχι κάθε μέρα πλημμύριζε από προσκυνητές των χωριών της Μεσαορίας, της Λάρνακας και της Κερύνειας, που ερχόντουσαν με τα αφιερώματα τους πάνω σε κάρα, βουδάμαξα, μουλάρια και γαϊδούρια, για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας και να την παρακαλέσουν να λυπηθεί τον τόπο και να σταματήσει την ανομβρία.

Στο μοναστήρι αυτό είχε εγκατασταθεί ο πρώτος Άγγλος ύπατος Αρμοστής της Κύπρου, Sir Garnet Wolseley (σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ), που έφθασε στο νησί στις 22 Ιουλίου 1878. Στον περίβολο του μοναστηριού έστησαν το πρώτο στρατόπεδο τους οι Άγγλοι ακόλουθοι του Κυβερνήτη και οι στρατιώτες που τον συνόδεψαν και έμειναν εκεί ως ότου κτίστηκε το πρώτο Κυβερνείο.

Το μοναστήρι της Παναγίας Μακεδονίτισσας βρίσκεται περί τα 6 χμ δυτικά της Λευκωσίας, εντός των ορίων του Δήμου Έγκωμης και από την επωνυμία της έχει ονομαστεί Μακεδονίτισσα και η γύρω περιοχή που έχει κατοικηθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Η ονομασία Μακεδονίτισσα αποτελεί επώνυμο της Παναγίας, το οποίο είναι ανάλογο προς άλλα επώνυμα της Παναγίας στο νησί. Για την προέλευση του επώνυμου αυτού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η επικρατέ­στερη απ’ αυτές είναι ότι τούτο προήλθε από το φυτό μακεδονήσιον (ματζινοήσιν), το γνωστό μαϊντανό. Στην Κύπρο υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις επωνυμιών της Παναγίας προερχομένων από φυτά.

Πότε και από ποιους ιδρύθηκε το μοναστήρι είναι άγνωστο. Οι αρχαιότερες περί αυτού αναφορές είναι της περιόδου της τουρκοκρατίας, αλλά εκφράζεται η βεβαιότητα ότι τούτο υπήρχε ήδη πριν από την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570 – 71, πιθανό από την περίοδο της βενετοκρατίας. Σημαντική αναφορά για το μοναστήρι γίνεται σε έγγραφο του αρχιεπισκόπου Κύπρου Γερμανού, ημερομηνίας 15 Οκτωβρίου του 1705. Τούτο αποτελεί πράξη αγοραπωλη­σίας κατά την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός πώλησε υποστατικά, δεξαμενή και πηγή νερού και κτήματα στον τότε ηγούμενο της Μακεδονίτισσας παπά-Γεράσιμο έναντι του ποσού των 80 γροσιών.

Με το ίδιο έγγραφο καθορίζονταν και οι σχέσεις του μοναστηριού της Μακεδονίτισσας με το γειτονικό μοναστήρι του Αρχαγγέλου σχετικά με τη χρησιμοποίηση του νερού. Το 1798 έγινε εκτεταμένη ανακαίνιση του μοναστηριού από τον αρχιεπί­σκοπο Χρύσανθο. Το μοναστήρι φαίνεται ότι είχε πληγεί σοβαρά από τα γεγονότα του 1821 και τους διωγμούς εκ
μέρους των Τούρκων, γιατί στη συνέχεια αντιμετώπισε πρόβλημα επιβίωσης και δημιούργησε πολλά χρέη. Το 1857 έγινε σημαντική προσπά­θεια για την αξιοποίηση της περιουσίας του μοναστηριού. Επισκευάσθηκαν τα κτίρια και το υδραγωγείο της μονής και καταβλήθηκε προσπάθεια για δημιουργία αμπελώνων, ελαιώνων, συκαμινεώνων κ.ά.

Το μοναστήρι διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αι. Τούτο επιβεβαιώνεται από μια αναφορά στον Κτηματολογικό Κώδικα της Αρχιεπισκοπής σχετική με καθορισμό διαφιλονικουμένων ορίων κτημάτων μεταξύ του μοναστηριού της Μακεδονίτισσας και του μοναστηριού του Αγίου Προκοπίου (Μετοχίου του Κύκκου). Αργότερα το μοναστήρι διαλύθηκε και περιήλθε στην κατοχή της Αρχιεπισκοπής, η οποία στη συνέχεια ενοικίαζε την περιουσία του σε ιδιώτες.

Το μοναστήρι διέθετε πάντοτε δεξαμενή και πηγή άφθονου νερού. Για το λόγο αυτό μέχρι το 1950 κατά την εορτή του Αγίου Πνεύματος (ημέρα του Κατακλυσμού) διοργανώνετο εκεί πανηγύρι στο οποίο συμμετείχαν οι κάτοικοι της Έγκωμης και των γύρω χωριών.

Θα ήταν σοβαρή παράλει­ψη αν δεν αναφέρουμε τον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, που δημιουργήθηκε στην Έγκωμη, περιοχή Μακεδονίτισσας, προς τιμή των Ελλαδιτών και Κυπρίων Ελλήνων που έπεσαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974. Πρόκειται για μια κατασκευή που συμπληρώθηκε κατά τα έτη 1979-80, σε χώρο που παραχωρήθηκε στο δημόσιο από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Ο Τύμβος είναι γνωστός και ως Στρατιωτικό Κοιμητήριο Μακεδονίτισσας. Στον ιερό αυτό χώρο βρίσκον­ται θαμμένα πολλά παλληκάρια της Ελλάδας, αλλά και της Κύπρου που πιστά στο κάλεσμα της πατρίδας έπεσαν στην εισβολή του 1974. Στον Τύμβο βρίσκονται συγκεντρω­μένα και άλλα μνήματα Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών, που έπεσαν σε προηγούμενους αγώνες της Κύπρου για ελευθερία.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η Έγκωμη ήταν ένα μικρό χωριό με πληθυσμό γύρω στους 150 κατοίκους. Ο αριθμός των κατοίκων της εξακολουθούσε να είναι μικρός και κατά τα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας. Ωστόσο στα πρώτα πενήντα χρόνια της αγγλικής διακυβέρνησης του νησιού, ο πληθυσμός της σημείωσε μια σταθερή αύξηση: από 172 που ήταν το 1881 αυξήθηκε στους 229 το 1891, στους 299 το 1901, στους 362 το 1911, στους 450 το 1921 και στους 639 το 1931. Σαν αποτέλεσμα της τάσης που παρατηρήθηκε στην αύξηση του ρυθμού αστικοποίησης του πληθυσμού της υπαίθρου μετά το 1931, η αύξηση του πληθυ­σμού της Έγκωμης υπήρξε αλματώδης, γεγονός που συνέβαλε σημαντικά στην επέκταση της. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού ο αριθμός των κατοίκων της σε διάστημα δεκαπέντε μόνο χρόνων (1931 -1946) υπερδιπλασιάστηκε και έφθασε τους 1396.

Λίγα χρόνια πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κτισμένο σε χώματα της Μακεδονίτισσας και του Γερόλακκου ιδρύθηκε το Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας, που μέχρι το 1974 ήταν το μοναδικό πολιτικό αεροδρόμιο που λειτουργούσε στο νησί. Η ανάπτυξη που γνώρισε το αεροδρόμιο κατά την πιο πάνω περίοδο με τη μεγάλη αύξηση της διακίνησης επιβατών και εμπορευμάτων, συνέτεινε σημαντικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της Έγκωμης μέσα από την οποία διερχόταν η κυριότερη οδική αρτηρία που οδηγούσε προς αυτό.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην αλματώδη αύξηση του πληθυσμού του προαστίου ήταν ο διαχωρισμός σημαντι­κού αριθμού οικοπέδων που έγινε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 πάνω σε κτήματα που ανήκαν στο Μετόχι του Μοναστηριού του Κύκκου. Ο διαχωρισμός οικοπέδων στην περιοχή της Έγκωμης συνεχίστηκε με γοργό ρυθμό και στα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία. Έτσι, ο πληθυσμός του προαστίου το 1960 αυξήθηκε σε 2.658 και το 1973 σε 3.165.

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 η πληθυσμιακή ανάπτυξη της Έγκωμης υπήρξε ακόμη πιο γρήγορη. Τούτο, σε μεγάλο βαθμό οφείλετο στην εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελληνοκυ­πρίων προσφύγων. Ο πληθυσμός της κοινότητας από 3.165 που ήταν το 1973, μετά από τρία χρόνια (1976) ανήλθε στις 5.678 (περιλαμβανομένων και των 900 περίπου προσφύ­γων του προσφυγικού καταυλισμού της Παλιάς Διεθνούς Έκθεσης), ενώ το 1982 έφθασε στις 5.817. Κατά την επίσημη απογραφή πληθυσμού του 2001, ο πληθυσμός του Δήμου Έγκωμης έφθασε τις 13.644. Αναλυτικά ο πληθυσμός αποτελείτο από 11.879 Κύπριους πολίτες, 597 πολίτες άλλων χωρών της Ε.Ε., 1.168 υπηκόους τρίτων χωρών. Το 2011 ο πληθυσμός της Έγκωμης ήταν 18.010 κάτοικοι, ενώ βάσει της τελευταίας επίσημης απογραφής του 2021, ο πληθυσμός ανήλθε στους 20.502 κατοίκους και το σύνολο των κατοικιών στις 9.542.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Έγκωμη οικιστικά δεν αναπτύ­χθηκε γύρω από τον αρχικό της πυρήνα και τούτο γιατί τα μεγάλα κτήματα με τους εκτεταμένους ελαιώνες, που είχε στα ανατολικά, νότια και δυτικά της περιοχής αυτής το Μετόχι του μοναστηριού Κόκκου, επειδή δεν είχαν ακόμη διαχωριστεί σε οικόπεδα εμπόδιζαν την εξάπλωση του χωριού γύρω από τον αρχικό του πυρήνα. Όμως η κατάσταση άλλαξε ριζικά, μετά την οικοπεδοποίηση μέρους των κτημάτων αυτών. Ωστόσο μέχρι να γίνει αυτό αναπτύχθη­καν οικιστικά διάφορες άλλες περιοχές της Έγκωμης, όπως η περιοχή του Γυμνασίου Κύκκου στα νοτιοανατολικά του αρχικού πυρήνα μέχρι και την οδό Προδρόμου στα ανατολικά, η περιοχή Παρισινού στα νότια και η λοφώδης περιοχή της Μακεδονίτισσας στα νοτιοδυτι­κά. Τέλος, κατά τη δεκαετία 1980-90 μεγάλη οικιστική ανάπτυξη παρατηρήθηκε επίσης στην περιοχή που εκτείνεται από τα νότια του ξενοδοχείου Hilton Park (τότε Λήδρα) και φθάνει μέχρι την ανατολική πλευρά της Διεθνούς Έκθεσης και την περιοχή των Λούνα Παρκς. Επίσης σημαντική υπήρξε και η οικιστική ανάπτυξη της περιοχής που εκτείνεται από τα βορειοανατολικά του ξενοδο­χείου Hilton Park και φθάνει μέχρι τη νέα εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Η εκκλησία αυτή άρχισε να κτίζεται το 1981 και αποπερατώθηκε το 1985.

Ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας για τη γενικότερη ανάπτυξη της Έγκωμης υπήρξε και η ίδρυση της βιομηχανικής περιοχής Έγκωμης που δημιουργήθηκε μεταξύ της οδού Κυριάκου Μάτση και της λεωφόρου Γρίβα Διγενή. Η ανάπτυξη της βιομηχανικής περιοχής και η οικιστική επέκταση των περιοχών που αναφέραμε άρχισε βασικά μετά την ανεξαρτησία με την κατασκευή ορισμένων βασικών έργων υποδομής όπως είναι η δημιουργία της λεωφόρου Γρίβα Διγενή και η κατασκευή της γέφυρας του Πεδιαίου στους Αγίους Ομολογητές. Η λεωφόρος Γρίβα Λιγενή, παρά την αδράνεια του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας, αποτελεί σήμερα έναν από τους σημαντικότερους και πιο πολυσύχναστους δρόμους της Λευκωσίας. Τέλος, στην ανάπτυξη της Έγκωμης κατά τη δεκαετία 1980-90 σημαντικά συνέβαλε και η ανέγερση στην περιοχή Μακεδονίτισσας της Διεθνούς Έκθεσης Κύπρου και του Μακάριου Αθλητικού Κέντρου.

Η Έγκωμη κατά την περίοδο μετά την ανεξαρτησία (1960) και ιδιαίτερα μετά το 1980 αναπτύσ­σεται με πολύ γοργό ρυθμό σ’ όλους ανεξαίρετα τους τομείς και εξελίσσεται σ’ ένα από τους πιο σύγχρονους και πιο ανεπτυγμένους δήμους της μείζονος Λευκωσίας. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάπτυξη που έχει σημειωθεί στους τομείς της βιομηχανίας, των υπηρεσιών και του αθλητισμού. Αξιόλογη ήταν επίσης η πρόοδος και στον τομέα της παιδείας.

Σύμφωνα με την απογραφή επιχειρήσεων του 2005 στην Έγκωμη υπήρχαν 1.703 υποστατικά που απασχολούσαν 8.541 άτομα.

Μια σημαντική οικονομι­κή δραστηριότητα της Έγκωμης είναι η βιομηχανική. Στην περιοχή της δημιουργήθηκε και λειτουργεί βιομηχανική ζώνη στην οποία είναι συγκεντρωμένος μεγάλος αριθμός εργοστασίων και συνεργείων επιδιόρθωσης αυτοκινήτων, σιδηρουργείων, μηχανουργείων κ.ά. Οι κυριότεροι κλάδοι βιομηχανίας που αναπτύχθη­καν είναι των ειδών διατροφής, ζαχαρωτών, ποτών, καπνού, υφαντών, ραπτικής ενδυμά­των, επεξεργασίας δερμάτων και γουναρικών, υποδημάτων, ξύλου, φελλού, επίπλων, χάρτη, εκτυπώσεων, χημικών προϊόντων, ελαστικών, μετάλλων, κατασκευής μεταφορικών μέσων, μη μεταλλικών ορυκτών, μηχανών και συσκευών εκτός ηλεκτρι­κών, καθώς και διάφορες βιομηχανίες επιδιορθώσεως.

Άλλος σημαντικός τομέας οικονομικής δραστη­ριότητας είναι η παροχή υπηρεσιών. Η Έγκωμη έχει καταστεί περιοχή με πολλά κέντρα αναψυχής, εστιατόρια και μπαρ, καφετέριες, δισκοθήκες, κ.ά. Το ξενοδοχείο Hilton Park (πρώην Λήδρα) επί της λεωφόρου Γρίβα Διγενή, είναι ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της Λευκωσίας. Άλλο ξενοδοχείο που υπάρ­χει στην Έγκωμη είναι το Europa που ανεγέρθη το 1981. Επίσης στην περιοχή Έγκωμης έχουν εγκατασταθεί και αξιόλογα ιατρικά ιδρύματα όπως το Κέντρο Υγείας Έγκωμης που είναι δημόσιο ιατρικό κέντρο πρωτοβάθμιας φροντίδας, το Ιπποκράτειο Ιατρικό Κέντρο και πολλά ιδιωτικά ιατρεία.

Ο τομέας του εμπορίου είναι επίσης σημαντικός. Οι εμπορικές επιχειρήσεις λειτουργούν κυρίως κατά μήκος των βασικών εμπορικών δρόμων όπως η 25ης Μαρτίου, η 28ης Οκτωβρίου και Ηλία Παπακυριακού.

Στην Έγκωμη, στην περιοχή Μακεδονίτισσας, σε μια ειδικά διαρρυθμισμένη έκταση 270.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων, βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Διεθνούς (Κρατικής) Έκθεσης Κύπρου. Ο εκθεσιακός αυτός χώρος διαθέτει όλες τις σύγχρονες εγκαταστάσεις και υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για τη διοργάνωση μιας τόσο σημαντικής διεθνούς εκδήλωσης, όπως είναι η Διεθνής (Κρατική) Έκθεση Κύπρου που από το 1976 συνέχεια και χωρίς διακοπή διοργανώνεται σ’ αυτό το χώρο την περίοδο Μαΐου – Ιουνίου. Η έκθεση αυτή συγκεντρώνει μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον και σ’ αυτή συμμετέχουν πολλές ξένες χώρες και εκατοντάδες ξένοι εμπορικοί οίκοι. Στον ίδιο χώρο διοργανώνονται κάθε χρόνο και διάφορες άλλες εξειδικευμένες εκθέσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Έγκωμη ήταν το προάστιο όπου διοργανωνόταν η Διεθνής Έκθεση Κύπρου και πριν την ανέγερση του σημερινού χώρου της Διεθνούς (Κρατικής) Έκθεσης Κύπρου. Τότε διοργανωνόταν σε χώρο κοντά στο Μετόχι του Αγίου Προκο­πίου.

Ένας άλλος τομέας που σημειώνει ραγδαία ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια είναι η εκπαίδευση. Το πρώτο δημοτικό σχολείο στην Έγκωμη ιδρύθηκε γύρω στα 1920 στην αυλή της παλαιάς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Σήμερα στην Έγκωμη λειτουργούν αρκετά δημόσια και ιδιωτικά νηπιαγωγεία, τέσσερα δημοτικά σχολεία (Α’ Δημοτικό ‘Εγκωμης, Β’ Δημοτικό ‘Εγκωμης, Α’ Δημοτικό Μακεδονίτισσας και Β’ Δημοτικό Μακεδονίτισσας), δύο γυμνάσια (Γυμνάσιο ‘Εγκωμης και Γυμνάσιο Μακεδονίτισσας) και δύο λύκεια (Λύκειο Κύκκου Α’ και Λύκειο Κύκκου Β’). Λειτουργούν επίσης και δύο ιδιωτικά πανεπιστήμια, το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο. Στην περιοχή ‘Εγκωμης εμπίπτει και η Σχολή Κωφών Παίδων της οποίας οι νέες εγκαταστάσεις (κτίστηκαν μετά την τουρκική εισβολή) βρίσκονται στην περιοχή Μακεδονίτισσας.

Στην περιοχή της Μακεδο­νίτισσας βρίσκονται επίσης η κλειστή Αίθουσα Ελευθερία και η κλειστή αίθουσα Λευκοθέου, το Μακάρειο Αθλητικό Κέντρο (λειτούργησε το 1978), το Εθνικό Κέντρο Αντισφαίρισης, οι Ομοσπονδιακές Εγκαταστάσεις Τοξοβολίας, κ.α. Στην Έγκωμη βρίσκονται επίσης τα γραφεία πολλών αθλητικών οργανισμών, όπως του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού, της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, του ΟΠΑΠ Κύπρου, της Εθνικής Επιτροπής Αντι-Ντόπινγκ κ.α.

Ακόμη, στην περιοχή Έγκωμης έχουν την έδρα τους πολλές ξένες πρεσβείες. Οι κυριότερες απ’ αυτές είναι: η πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, των Ινδιών, της Ιταλίας, της Βουλγαρίας, της Ουκρανίας, και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου. Επίσης στην ίδια περιοχή βρίσκονται και οι κατοικίες πολλών πρεσβευτών.

Στο Δήμο μας στεγάζονται και μερικές κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως η Υπηρεσία Περιβάλλοντος και το Τμήμα Οδικών Μεταφορών.

Η Έγκωμη συνεχίζει να αναπτύσσε­ται με πολύ γοργό ρυθμό. Ως αποτέλεσμα των σημαντικών έργων που προγραμματίζονται τόσο από το Δήμο όσο και από άλλους φορείς ο ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης θα συνεχιστεί.

Μεταξύ των πιο σημαντικών έργων που θα ανεγερθούν στο άμεσο μέλλον συγκαταλέγονται και τα εξής: Δημοτικό Μέγαρο, Πολιτιστικό Κέντρο, Δημοτικό Πολυδύναμο Κέντρο. Για την ανέγερση των πιο πάνω η Ιερά Μονή Κύκκου έχει δώσει δωρεά 7,5 σκαλών γης.

print